- μοντέρνος
- α, ο1) модный; современный, новейший; 2) иск. модернистский.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μοντέρνος — α, ο 1. αυτός που ακολουθεί πιστά τη μόδα και κάθε είδους νεωτερισμό 2. αυτός που είναι ή γίνεται σύμφωνα με τη μόδα, νεωτεριστικός 3. αυτός που έχει σύγχρονες αντιλήψεις 4. φρ. «μοντέρνα τέχνη» η τέχνη που τείνει προς την υπέρβαση τής παράδοσης… … Dictionary of Greek
μοντέρνος — α, ο αυτός που ακολουθεί τη μόδα, ο νεωτεριστικός: Φοράει πάντα μοντέρνα ρούχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοντερνίζω — [μοντέρνος] ακολουθώ τη μόδα, νεωτερίζω … Dictionary of Greek
βόμβα — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνεται κάθε συσκευή που αποτελείται από ένα μεταλλικό περίβλημα γεμισμένο με εκρηκτική ύλη, η οποία εκσφενδονίζεται ή τοποθετείται κάπου και εκρήγνυται μέσω ενός εμπυρεύματος (καψούλι) είτε με ωρολογιακό μηχανισμό… … Dictionary of Greek
καμβέρα — και καμπέρα, ἡ ποικιλία σίτου μαλακού χωρίς άγανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπων. Camberra, περιοχή τής Αυστραλίας. Ο τ. καμδέρα αντί καμπέρα κατά υπεραστισμό / υπερδιόρθωση (πρβλ. μοδέρνος αντί μοντέρνος)] … Dictionary of Greek
καπαρντίνα — και καμπαρντίνα και καπαρτίνα και καπαρδίνα και γκαμπαρντίνα, η 1. αδρό ύφασμα, χωρίς χνούδι, σχεδόν αδιάβροχο 2. πανωφόρι από το ύφασμα αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικός είναι ο τ. γκαμπαρντίνα (< ισπ. gabardina), απ όπου προήλθαν τ. ονομαστικής η… … Dictionary of Greek
καραβίνα — η η καραμπίνα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καραμπίνα, καθ υπεραστισμό (hyperurbanismus), πρβλ. μοδέρνος < μοντέρνος] … Dictionary of Greek
κρουστά — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι … Dictionary of Greek
κρούστα — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι … Dictionary of Greek
μπαλέτο — Ενιαία σκηνική παράσταση που αναπτύσσει πλήρως ένα συγκεκριμένο θέμα μέσω του χορού και της παντομίμας, με συνοδεία μουσικής και με τη βοήθεια σκηνικών και κουστουμιών. Είναι ένας τύπος θεάματος που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Ευρώπη –και από… … Dictionary of Greek
νεοπρεπής — νεοπρεπής, ές (Α) 1. αυτός που αρμόζει σε νεαρά άτομα, ο νεανικός («μή πῃ πρεσβύτας ὑμᾱς ὄντάς νεοπρεπὴς ὢν ὁ λόγος παραπείσῃ», Πλάτ.) 2. αυτός που έχει φρόνημα νεανικό, ελευθέριος, υπερβολικός 3. νεωτεριστικός, μοντέρνος («κατασκευὰς… … Dictionary of Greek